τριχωτῶν

τριχωτῶν
τριχωτός
furnished with hair
fem gen pl
τριχωτός
furnished with hair
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • διαπνοή — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά αποβάλλουν, με μορφή υδρατμών, το νερό που έχουν απορροφήσει οι ρίζες τους από το έδαφος. Η δ. πραγματοποιείται από τα υπέργεια όργανα του φυτού και, κυρίως, από την κάτω επιφάνεια των φύλλων όπου ο αριθμός των… …   Dictionary of Greek

  • μυκητοφάγος — ο ζωολ. 1. χαρακτηρισμός δίπτερων, κυρίως, εντόμων που τρέφονται με έντομα 2. χαρακτηρισμός ορισμένων ειδών τερμιτών και μυρμηγκιών τα οποία «καλλιεργούν κήπους» από μύκητες με τους οποίους τρέφονται 3. γένος κολεόπτερων εντόμων, μικρών τριχωτών… …   Dictionary of Greek

  • τριχοφοβία — η, Ν ιατρ. παθολογικό αίσθημα φόβου το οποίο προκαλείται με το άγγιγμα τριχών ή τριχωτών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (II) + φοβία (< φόβος < φόβος), πρβλ. αγορα φοβία] …   Dictionary of Greek

  • υπόδερμα — το, Ν 1. ο υποδόριος ιστός 2. ζωολ. α) γένος χονδρών τριχωτών μυγών τής οικογένειας καλλιφορίδες, τών οποίων οι προνύμφες ζουν κάτω από το δέρμα τών βοοειδών β) (σε παλαιότερα ταξινομ. σχήματα) γένος χειρόπτερων θηλαστικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”